- ιστιαω
- ἱστιάωион. = ἑστιάω См. εστιαω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εστιώ — (ΑΜ ἑστιῶ, άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) [εστία] παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώ μσν. αρχ. μέσ. ἑστιῶμαι τρώω αρχ. 1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου 2. (για … Dictionary of Greek